υαλοτέχνης

υαλοτέχνης
ο специалист по стекольному делу, по хрусталю

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υαλοτέχνης" в других словарях:

  • υαλοτέχνης — ο / ὑαλοτέχνης, ΝΜΑ, και ὑελοτέχνης Α αυτός που επεξεργάζεται την ύαλο νεοελλ. τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή γυάλινων και, ειδικότερα, κρυστάλλινων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. κηρο τέχνης, χειρο… …   Dictionary of Greek

  • υαλοτέχνης — ο ο υαλουργός (βλ. λ.) και μάλιστα αυτός που κατεργάζεται τα κρυστάλλινα είδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλέψης — και ὑελέψης, ὁ Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που παρασκευάζει την ύαλο, υαλοτέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + έψης (< ἕψω «βράζω, ψήνω»), πρβλ. πανθ έψης] …   Dictionary of Greek

  • υαλοτεχνία — η, Ν [υαλοτέχνης] η τέχνη τής κατεργασίας τής υάλου και, ειδικότερα, η τέχνη τής κατασκευής γυάλινων και κρυστάλλινων αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • υελοτέχνης — ὁ, Α βλ. υαλοτέχνης …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

  • ԱՊԱԿԱԳՈՐԾ — (ի, աց.) NBH 1 0269 Chronological Sequence: Unknown date ա.գ. որ եւ ԱՊԱԿԷԳՈՐԾ. ὐαλοτέχνης artifex vitri conficendi, ὐαλουργός vitrarius Գործօղ ապակւոյ. ... *Հրէի միոյ ապակագործի նստաւ երանելին սիմէօն հանդէպ դրացն ընդ այլ աղքատսն. Վրք. հց. ՟Ի՟Զ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • υαλουργός — ο 1. ο κατασκευαστής γυαλιού, ο υαλοποιός. 2. τεχνίτης που επεξεργάζεται το γυαλί για δημιουργία γυάλινων ειδών, ο υαλοτέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»